- μαγεύει
- μαγεύωto be a Maguspres ind mp 2nd sgμαγεύωto be a Maguspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Θελξιέπεια — Θελξιέπεια, ἡ (Μ) [θελξιεπής] η μια από τις δύο Σειρήνες (Αγλαοφήμη και Θελξιέπεια), αυτή που θέλγει, που μαγεύει με τους λόγους ή με τη φωνή … Dictionary of Greek
αθελξίνοος — ἀθελξίνοος, οον (Α) [θελξίνοος] αυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό «ἀθελξίνοοι Μοῦσαι» … Dictionary of Greek
γοήτις — γοῆτις, η (Α) [γοώ] αυτή που μαγεύει («γοῆτις μορφή») … Dictionary of Greek
γοητικός — γοητικός, ή, όν (AM) [γόης] ο ικανός να γοητεύει, να μαγεύει … Dictionary of Greek
γοητόστομος — γοητόστομος, ον (Α) αυτός που γοητεύει ή μαγεύει με τα λόγια του … Dictionary of Greek
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… … Dictionary of Greek
θελγεσίμυθος — θελγεσίμυθος, ον (Α) αυτός που θέλγει, που μαγεύει με λόγια («θελγεσίμυθος Ἀπόλλων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θελγεσι (< θέλγω*) + μυθος (< μύθος), πρβλ. ακριτό μυθος, δολιό μυθος] … Dictionary of Greek
θηρεπωδός — θηρεπῳδός, όν (Α) αυτός που μαγεύει, που γοητεύει άγρια ζώα με επωδούς, με ξόρκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + επ ωδός] … Dictionary of Greek